κατασκαφαί

κατασκαφαί
κατασκαφή
razing to the ground
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατασκαφή — η (AM κατασκαφή) [κατασκάπτω] 1. σκάψιμο πολύ βαθιά στη γή, βαθύ σκάψιμο ώς τα θεμέλια 2. η κατεδάφιση εκ θεμελίων, το γκρέμισμα («ἰὼ κατασκαφαὶ δόμων», Αισχύλ.) αρχ. τάφος («εἰς θανόντων ἔρχομαι κατασκαφάς», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”